- ἀφαμαρτούσῃ
- ἀφαμαρτάνωmissaor part act fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερδίων — κερδίων, κέρδιον (Α) επικερδέστερος, ωφελιμότερος, συμφερότερος («ἐμοὶ δὲ κε κέρδιον εἴη σεῡ ἀφαμαρτούση χθόνα δύμεναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος. Χρησιμοποιείται ως συγκριτικός βαθμός τού επιθ. κερδαλέος] … Dictionary of Greek